επιλεκτικός

επιλεκτικός
selective

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιλεκτικός — ή, ό ο κατάλληλος ή προγραμματισμένος να κάνει επιλογή …   Dictionary of Greek

  • ελιτίστικος — ελιτίστικος, η, ο και ελιτιστικός, ή, ό ο σχετιζόμενος με μια ελίτ, ο επιλεκτικός, ο εκλεκτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”